ισοθερμικός

ισοθερμικός
-ή, -ό
1. αυτός που έχει σταθερότητα θερμοκρασίας
2. αυτός που είναι θερμικά μονωμένος («ισοθερμικό αυτοκίνητο»)
3. φρ. «ισοθερμικό στρώμα» — στρώμα τής ατμόσφαιρας, τού νερού ή τού γήινου φλοιού στο οποίο η διαφορά θερμοκρασίας σε κατακόρυφη τομή είναι μηδενική.
επίρρ...
ισοθερμικώς και -ά
με σταθερή θερμοκρασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ισοθερμικός — ή, ό αυτός που διατηρεί ίση θερμοκρασία ή γίνεται σε σταθερή θερμοκρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”